ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
διηνεκής,-ης,-ες durative (dur, DUR)
διαρκής,-ης,-ες durative (dur, DUR)
ιδιότητα του διηνεκούς (η) durativity
ιδιότητα του διαρκούς (η) durativity
Ολλανδικά Dutch
Σύνθετο Ντβάντβα (dvandva) (το) dvandva
Σύνθετο Ντβάντβα (dvandva) (το) dvandva
τύπου Ντβάντβα dvandvac
δισθενής κατηγορία dyad
δυαδικός-ή-ό dyadic