ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διηνεκής,-ης,-ες | durative (dur, DUR) |
διαρκής,-ης,-ες | durative (dur, DUR) |
ιδιότητα του διηνεκούς (η) | durativity |
ιδιότητα του διαρκούς (η) | durativity |
Ολλανδικά | Dutch |
Σύνθετο Ντβάντβα (dvandva) (το) | dvandva |
Σύνθετο Ντβάντβα (dvandva) (το) | dvandva |
τύπου Ντβάντβα | dvandvac |
δισθενής κατηγορία | dyad |
δυαδικός-ή-ό | dyadic |