ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ανύψωση DRESS (η) | DRESS Raising |
ροή | drift |
Άσκηση (η) | drill |
ΔΑΛ | DRS |
κώδικας τυμπάνου | drum language |
Σύλλογος Λεξικών Βόρειας Αμερικής (ο) | DSNA |
ΣΠΤ | DTE |
Δυϊκός-ή-ό | dual |
δυϊκός αριθμός | dual |
δυϊκός | dual |