ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κατερχόμενο ύψος (το) downdrift
επιτονική ολίσθηση (η) downdrift
που έχει υποστεί φθίνουσα διαβάθμιση downgraded
φθίνουσα διαβάθμιση (η) downgrading
κατερχόμενο ύψος downlift
καθοδική download
κατεβάζω download
αποδυνάμωση downstep
αποδυναμωμένος,-η,-ο downstepped
σύμφραση προς τα κάτω (η) downward collocation