ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κατερχόμενο ύψος (το) | downdrift |
επιτονική ολίσθηση (η) | downdrift |
που έχει υποστεί φθίνουσα διαβάθμιση | downgraded |
φθίνουσα διαβάθμιση (η) | downgrading |
κατερχόμενο ύψος | downlift |
καθοδική | download |
κατεβάζω | download |
αποδυνάμωση | downstep |
αποδυναμωμένος,-η,-ο | downstepped |
σύμφραση προς τα κάτω (η) | downward collocation |