ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
διπλότυπα doubles
φάσμα διπλής όψης double-sided spectrum 
διπλή γλώσσα (η) doublespeak
Ζεύγος (το) doublet
Ζεύγος (το) doublet
διπλή γλώσσα (η) doubletalk
φίλτρο του διπλά πεπληρωμένου συμπληρωματικού δείκτη (το) doubly filled COMP filter
περιορισμός διπλού συμπληρωματικού doubly filled filter
φίλτρο διπλά πεπληρωμένου συμπληρωματικού doubly filled filter
βέλος προς τα κάτω (το) down arrow