ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αρχή της κατανεμητικής προκατάληψης distributional bias principle
κατανεμητισμός (ο) distributionalism
επιμεριστικός,-ή,-ό distributive
Κατανεμητικός-ή-ό (καταν, ΚΑΤΑΝ) distributive (dist, DIST)
κατανεμητικός πληθυντικός distributive plural
κατανεμητική ανάγνωση/ερμηνεία (η) distributive reading
κατανεμητική αναφορά distributive reference
κατανεμητικό ρήμα (το) distributive verb
δισυλλαβικός,-η,-ο disyllabic
δισύλλαβος,-η,-ο disyllable