ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κατευθυντικά αντίθετα | directional opposites |
κατευθυντικότητα | directionality |
κατευθυντικότητα της αλλαγής (η) | directionality of change |
κατευθυντικός,-ή,-ό | directive |
κατευθυντής (ο) | director |
κατάλογος (ο) | directory |
βωμολοχίες | dirty words |
διαφωνία (η) | disagreement |
διασαφηνίζω | disambiguate |
Αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω | disambiguate |