ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κατευθυντικά αντίθετα directional opposites
κατευθυντικότητα directionality
κατευθυντικότητα της αλλαγής (η) directionality of change
κατευθυντικός,-ή,-ό directive
κατευθυντής (ο) director
κατάλογος (ο) directory
βωμολοχίες dirty words
διαφωνία (η) disagreement
διασαφηνίζω disambiguate
Αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω disambiguate