ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ευθύς-εία-ύ direct
Άμεσος-η-ο, ευθύς-εία-ύ direct
ευθύς λόγος (ο) direct discourse
άμεση καταχώρηση (η) direct entry
ευθεία μέθοδος direct method
άμεση μέθοδος direct method
άμεσο αντικείμενο direct object
άμεσο μαρκάρισμα του προσώπου (το) direct person marking
προηγείται άμεσα direct precedence
ευθεία ερώτηση direct question