ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
διφθογγικός,-η,-ο diphthongal
διφθογγοποίηση (η) diphthongisation
διφθογγοποίηση diphthongization
διφθογγοποίηση (η) diphthongization
διφθογγοποιώ diphthongize
διφθογγοποιώ diphthongize
ανιούσες δίφθογγοι diphtongues ascendantes
διπλώματα στη λεξικογραφία (τα) diplomas in lexicography
Διπλοφωνία (η) diplophonia
άμεσος,-η,-ο direct