ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διφθογγικός,-η,-ο | diphthongal |
διφθογγοποίηση (η) | diphthongisation |
διφθογγοποίηση | diphthongization |
διφθογγοποίηση (η) | diphthongization |
διφθογγοποιώ | diphthongize |
διφθογγοποιώ | diphthongize |
ανιούσες δίφθογγοι | diphtongues ascendantes |
διπλώματα στη λεξικογραφία (τα) | diplomas in lexicography |
Διπλοφωνία (η) | diplophonia |
άμεσος,-η,-ο | direct |