ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
φθίνουσες αποδόσεις (οι) | diminishing returns |
υποκοριστικό (το) | diminutive |
σμικρυντικός-ή-ό / Υποκοριστικό (το) / υποκοριστικός-ή-ό | Diminutive (dim, DIM) |
υποκοριστικό πρόσφυμα(το) | diminutive affix |
Θεωρία ντινγκ-ντονγκ (η) | ding-dong theory |
γλώσσα των Ντίνκα (η) | Dinka |
διφώνημα | diphoneme |
δίφθογγος (η) | diphthong |
δίφθογγος (η) | diphthong |
διφθογγικός-ή-ό | diphthongal |