ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
διαλεκτικός,-ή,-ό dialectal
Διαλεκτοποίηση (η) dialectalization
διάλεκτος του Παρισιού dialecte de l' île de France
διαλεκτική (η) (τέχνη) dialectic
διαλεκτολογικός-ή-ό dialectological
διαλεκτολόγος dialectologist
διαλεκτολογία dialectology
διαλεκτομετρία dialectometry
διαγλωσσολογία dialinguistics
διάλογος (ο) dialogue