ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
διαλεκτική περιοχή dialect area
διαλεκτικός άτλας dialect atlas
διαλεκτικός δανεισμός (ο) dialect borrowing
διαλεκτικό σύνορο dialect boundary
Διαλεκτική αλυσίδα (η) dialect chain
Διαλεκτικό συνεχές (το) dialect continuum
Διαλεκτικό συνεχές (το) dialect continuum
διαλεκτικό κόρπους (το) dialect corpus
λεξικό διαλέκτου dialect dictionary
διαλεκτικός σχηματισμός (ο) dialect formation