ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αποηχηροποιημένος,-η,-ο devoiced
αποηχηροποίηση (η) devoicing
Απηχηροποίησης,κανόνες devoicing rules
δια dia
δια- dia-
διαχρονικός-ή-ό diachronic
διαχρονικό κόρπους (το) diachronic corpus
Διαχρονικό Κόρπους της Σημερινής Προφορικής Αγγλικής (το) Diachronic Corpus of Present-day Spoken English (DCPSE)
διαχρονικά λεξικά diachronic dictionaries
διαχρονική κατανομή diachronic distribution