ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αποηχηροποιημένος,-η,-ο | devoiced |
αποηχηροποίηση (η) | devoicing |
Απηχηροποίησης,κανόνες | devoicing rules |
δια | dia |
δια- | dia- |
διαχρονικός-ή-ό | diachronic |
διαχρονικό κόρπους (το) | diachronic corpus |
Διαχρονικό Κόρπους της Σημερινής Προφορικής Αγγλικής (το) | Diachronic Corpus of Present-day Spoken English (DCPSE) |
διαχρονικά λεξικά | diachronic dictionaries |
διαχρονική κατανομή | diachronic distribution |