ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αναπτυξιακή ψυχολογία (η) developmental psychology
ρηματικό παράγωγο (το) deverbal
μεταρηματικός-ή-ό deverbative
απόκλιση devergence
απόκλιση (η) deviance
αποκλίνων-ουσα-ον deviant
απόκλιση (η) deviation
μηχανισμός (ο) device
συσκευή (η) device
Μηχανισμός (ο), συσκευή (η) device