ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αναπτυξιακή ψυχολογία (η) | developmental psychology |
ρηματικό παράγωγο (το) | deverbal |
μεταρηματικός-ή-ό | deverbative |
απόκλιση | devergence |
απόκλιση (η) | deviance |
αποκλίνων-ουσα-ον | deviant |
απόκλιση (η) | deviation |
μηχανισμός (ο) | device |
συσκευή (η) | device |
Μηχανισμός (ο), συσκευή (η) | device |