ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εξαρτημένος χαρακτηρισμός (ο), εξαρτημένο μαρκάρισμα (το) dependent marking
εξαρτημένη πρόταση dependent sentence
εξαρτημένη μεταβλητή (η) dependent variable
εξαρτημένο ρήμα (το) dependent verb
ανάπτυξη deployment
αποθετικό ρήμα deponent
αποθετικό ρήμα deponent verb
βιβλιοθήκη συλλογικής εκδοτικής παραγωγής (η) depository library
αδόκιμος όρος (ο) deprecated term
Βάθος2 (το) depth