ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
απορρινικοποιημένος,-η,-ο denasalised
απορ­ρι­νι­κο­ποι­ώ denasalize
εξωφορικές διεργασίες denativization
Ντενέ-Καυκασιανή (η) (γλώσσα) Dené-Caucasian
Ντενε-Σινο-Καυκασιανή (η) (γλώσσα) Dené-Sino-Caucasian
άρνηση denial
ονοματικό παράγωγο (το) denominal
παρονομαστής denominator
δήλωση denotation
δηλωτικός-ή-ό denotative