ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
λεπτότητα delicacy
λεπτομέρεια delicacy
Λεπτότητα (η), λεπτομέρεια (η) delicacy
λεπτός delicate
λεπτομερής delicate
οριοθετικός-ή-ό delimitative
οριοθετική λειτουργία (η) delimitative function
οριοθέτης delimiter
διακριτικό χαρακτηριστικό delimiting characteristic
αποσύνδεση delink