ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
καθυστερημένος delayed
καθυστερημένη αντιληπτική ανατροφοδότηση delayed auditory feedback
καθυστερημένη άφεση delayed release
απαλείφω delete
απαλοιφή (η) deletion
κριτήριο απαλοιφής deletion criteria
κανόνας απαλοιφής (ο) deletion rule
απαλοιφή του schwa deletion schwa
απαλοιφή στο πλαίσιο ταυτότητας (η) deletion under identity
απολεξικοποιημένο ρήμα delexicalized verb