ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
καθυστερημένος | delayed |
καθυστερημένη αντιληπτική ανατροφοδότηση | delayed auditory feedback |
καθυστερημένη άφεση | delayed release |
απαλείφω | delete |
απαλοιφή (η) | deletion |
κριτήριο απαλοιφής | deletion criteria |
κανόνας απαλοιφής (ο) | deletion rule |
απαλοιφή του schwa | deletion schwa |
απαλοιφή στο πλαίσιο ταυτότητας (η) | deletion under identity |
απολεξικοποιημένο ρήμα | delexicalized verb |