ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
δεικτική κατηγορία (η) deictic category
δεικτικό κέντρο deictic center
δεικτική έκφραση (η) deictic expression
δεικτική θέση (η) deictic position
δεικτική προβολή deictic projection
αποκλιτοποιημένη λεξική μορφή deinflected word form
αποκλιτοποίηση deinflection
αποκατάληξη deinflection
δείξη deixis
αποχειλικοποίηση (η) delabialization