ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ελλειματικός | defective |
ελλειπτικό όνομα | defective noun |
ελλειπτικό ρήμα | defective verb |
στρατηγική σεβασμού | deference strategy |
υπόθεση της υστέρησης (η) | deficit hypothesis |
υπόθεση της ανεπάρκειας (η) | deficit hypothesis |
Υπόθεση της υστέρησης (η), υπόθεση της ανεπάρκειας (η) | deficit hypothesis |
θεωρία της υστέρησης (η), θεωρία της ανεπάρκειας (η) | deficit theory |
ορισμένη κατηγορία | defined class |
συγγραφέας ορισμών (ο) | definer |