ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
βασική γνώση (η) default knowledge
προδεδομένη σημασία default meaning
βασικός συλλογισμός (ο) default reasoning
προτερόθετος κανόνας default rule (DR)
ουδέτερος κανόνας default rule (DR)
προτερόθετος χαρακτηρισμός default specification
ουδέτερος χαρακτηρισμός default specification
ουδέτερος χαρακτηρισμός (ο) default specification
βασική ποικιλία default variation
ανακλησιμότητα defeasibility