ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αποσυμπίεση (η) decompression
αποδόμηση (η) deconstruction
αποκρεολοποίηση (η) decreolization
απομιγαδοποίηση decreolization
Αποκρεολοποίηση (η), Απομιγαδοποίηση (η) decreolization
αποκρεολοποιώ decreolize
απομιγαδοποιώ decreolize
ερμηνεία ντε ντίκτο (de dicto) dedicto interpretation
συνεπαγωγική μάθηση (η) deductive learning
βαθιά deep