ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κατερχόμενούψος (το) declination
αποκωδικοποιώ decode
αποκωδικοποιητής decoder
αποκωδικοποίηση decodification
αποκωδικοποίηση decoding
λεξικό αποκωδικοποίησης, παθητικό λεξικό (το) decoding dictionary
αποκωδικοποιητικός ιδιωματισμός (ο) decoding idiom
αποσυνθέτω decompose
αποσύνθεση (η) decomposition
πολυσύνθετο (το) decompositum