ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κωφά παιδιά deaf children
γλώσσα των κωφών (η) deaf language
αποπροστριβοποίηση (η) deaffrication
Θάνατος (ο) death
γλωσσικός θάνατος (ο) death of language
υποχρεωτική (έγκλιση) (η) debitive
από-οριοθέτηση (η) debounding
αποστοματοποίηση (η) debuccalization
αποστοματοποιημένος,-η,-ο debuccalized
εξαπάτηση deception