ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Θυγατρικός-ή-ό, θυγατέρα (η) daughter
προσάρτηση σε θυγατρικό κόμβο (η) daughter adjunction
γραμματική της κάθετης εξάρτησης (η) daughter dependency grammar
θυγατρική γλώσσα daughter language
Κάθετη εξάρτηση (η) daughter-dependency
κάθετη εξάρτηση daughter-dependency
σημασιολογία του Ντέιβιντσον Davidsonian semantics
ντεσιμπέλ dB
Γερμανικά DE
ντε ντίκτο (de dicto) de dicto