ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
δοτική (η) dative (dat, DAT)
δοτική πτώση dative case
μετακίνηση δοτικής (η) dative movement
μετασχηματισμός μετακίνησης δοτικής dative movement transformation
μετακίνηση δοτικής (η) dative shift
κατασκευή με υποκείμενο σε δοτική (η) dative subject construction
δοτικοποίηση (η) dativization
εξακολουθητικοί φθόγγοι Dauerlaute
θυγατέρα daughter
θυγατρικός daughter