ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δοτική (η) | dative (dat, DAT) |
δοτική πτώση | dative case |
μετακίνηση δοτικής (η) | dative movement |
μετασχηματισμός μετακίνησης δοτικής | dative movement transformation |
μετακίνηση δοτικής (η) | dative shift |
κατασκευή με υποκείμενο σε δοτική (η) | dative subject construction |
δοτικοποίηση (η) | dativization |
εξακολουθητικοί φθόγγοι | Dauerlaute |
θυγατέρα | daughter |
θυγατρικός | daughter |