ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Ταλαντευόμενη μετοχή (η) dangling participle
Δανέζικα Danish
Δαρδική (η) (λώσσα) Dardic
Νταρί (η) (γλώσσα) Dari
μη καθαρό l (το), υπερωικοποιημένο l (το) dark l
σκοτεινό πλευρικό dark lateral
Μετάλλιο Ντάρτμουθ (το) Dartmouth Medal
δεδομένα (τα) data
στοιχεία (τα) data
συλλογή δεδομένων data acquisition