ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ταλαντευόμενη μετοχή (η) | dangling participle |
Δανέζικα | Danish |
Δαρδική (η) (λώσσα) | Dardic |
Νταρί (η) (γλώσσα) | Dari |
μη καθαρό l (το), υπερωικοποιημένο l (το) | dark l |
σκοτεινό πλευρικό | dark lateral |
Μετάλλιο Ντάρτμουθ (το) | Dartmouth Medal |
δεδομένα (τα) | data |
στοιχεία (τα) | data |
συλλογή δεδομένων | data acquisition |