ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αξιοπιστία ενδείξεων | cue reliabitlity |
εγκυρότητα ενδείξεων (η) | cue validity |
κορυφωσιακός | culminate |
κορυφωσιακός | culminative |
κορύφωση | culminativity |
πολιτισμικός άτλας (ο) | cultural atlas |
πολιτισμική στέρηση (η) | cultural deprivation |
πολιτισμικό λεξικό (το) | cultural dictionary |
πολιτισμικές πληροφορίες (οι) | cultural information |
πολιτισμική λεξικογραφία (η) | cultural lexicography |