ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κρεολοποίηση creolisation
μιγαδοποίηση creolisation
κρεολοποίηση creolization
μιγαδοποίηση creolization
Κρεολοποίηση (η), Μιγαδοποίηση (η) creolization,
Κρεολοποιώ, Μιγαδοποιώ creolize
κρεολοποιώ creolize
μιγαδοποιώ creolize
κρεολοποιημένη γλώσσα creolized language
κρεολοποιημένη πίτζιν creolized pidgin