ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Κοστανοϊκή (η) (γλώσσα) Costanoan
εξαρτημένη παράταξη (η) cosubordination
βήχας cough
συμβουλευτική μάθηση (η) counselling learning
αριθμήσιμος,-η,-ο count
μετρήσιμος,-η,-ο count
Αριθμητός-ή-ό count
αριθμήσιμο όνομα (το) count noun
αριθμησιμότητα countability
αριθμήσιμος-η-ο countable