ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
βασισμένος-η-ο σε κόρπους | corpus-based |
εξωτερική απόδειξη σωμάτων κειμένων (η) | corpus-external evidence |
Εσωτερική απόδειξη σωμάτων κειμένων (η) | corpus-internal evidence |
λεξικογραφία προσανατολισμένη στα σώματα κειμένων (η) | corpus-oriented lexicography |
ορθός,-ή,-ό | correct |
ορθότητα (η) | correctness |
συσχετίζω | correlate |
συσχετισμός (ο) | correlation |
συσχέτιση (η) | correlation |
μεταφορά βάσει συσχετισμού (η) | correlation-based metaphor |