ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
βασισμένος-η-ο σε κόρπους corpus-based
εξωτερική απόδειξη σωμάτων κειμένων (η) corpus-external evidence
Εσωτερική απόδειξη σωμάτων κειμένων (η) corpus-internal evidence
λεξικογραφία προσανατολισμένη στα σώματα κειμένων (η) corpus-oriented lexicography
ορθός,-ή,-ό correct
ορθότητα (η) correctness
συσχετίζω correlate
συσχετισμός (ο) correlation
συσχέτιση (η) correlation
μεταφορά βάσει συσχετισμού (η) correlation-based metaphor