ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
πυρηνικός-ή-ό core
Πυρήνας3 (ο), πυρηνικός-ή-ό core
πυρηνική γραμματική (η) core grammar
πυρηνική σημασία (η) core meaning
πυρηνικοί κανόνες (οι) core rules
πυρηνική δομή (η) core structure
βασικόλεξιλόγιο core vocabulary
βασική λέξη (η) core word
συναναφορική αναφορικότητα coreferential anaphora
συναναφορική αναπομπή coreferential anaphora