ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διακύμανση | contour |
περίγραμμα (το) | contour |
Περίγραμμα (το), Περίγυρος (ο), Περιγραμματικός-ή-ό, Διακύμανση (η) | contour |
κυμαινόμενος τόνος | contour accent |
τεμάχιο διακύμανσης | contour segment |
φασματογράφημα ισοϋψών | contour spectrogram |
μουσικός τόνος διακύμανσης | contour tone |
Περιγραμματικός μουσικός τόνος (ο) | contour tone |
συναιρώ | contract |
συνηρημένος-η-ο | contracted |