ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
διακύμανση contour
περίγραμμα (το) contour
Περίγραμμα (το), Περίγυρος (ο), Περιγραμματικός-ή-ό, Διακύμανση (η) contour
κυμαινόμενος τόνος contour accent
τεμάχιο διακύμανσης contour segment
φασματογράφημα ισοϋψών contour spectrogram
μουσικός τόνος διακύμανσης contour tone
Περιγραμματικός μουσικός τόνος (ο) contour tone
συναιρώ contract
συνηρημένος-η-ο contracted