ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
περιβαλλοντικά ευαίσθητη γλώσσα (η) context-sensitive language
συμφραστικά ελεύθερος κανόνας context-sensitive rule
περιβαλλοντικά ευαίσθητος-η-ο/περιορισμένος-η-ο/ εξαρτημένος-η-ο κανόνας (ο) context-sensitive/-restricted/-dependent rule
περικειμενικός,-ή,-ό contextual
περιβαλλοντικός-ή-ό contextual
περιβαλλοντική ανάλυση contextual analysis
περικειμενικός ορισμός (ο) contextual definition
περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά contextual features
περικειμενική συνεπαγωγή (η) contextual implication
περιστασιακή σημασία contextual meaning