ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
περιβαλλοντικά ελεύθερη γλώσσα (η) context-free language
περιβαλλοντικά ελεύθερη γραμματική της φραστικής δομής (η) context-free phrase structure grammar
περιβαλλοντικά ελεύθερος κανόνας (ο) context-free rule
περιβαλλοντική ελευθερία (η) context-freeness
γραμματικής φραστικής δομής ελεύθερης περιβάλλοντος (η) context-free-phrase-structure-grammars
ανεξάρτητος,-η,-ο των συναφών εννοιών context-independent
περιβαλλοντικά περιορισμένη γραμματική (η) context-restricted grammar
περιβαλλοντικά περιορισμένος κανόνας (ο) context-restricted rule
περιβαλλοντικά ευαίσθητος-η-ο context-sensitive
περιβαλλοντικά ευαίσθητη γραμματική context-sensitive grammar