ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
περιεχόμενο (το) contentive
λέξεις περιεχομένου (οι) contentives
περεχόμενο-ουσία content-substance
Λέξη περιεχομένου contentword
εξωγλωσσικό συμφραστικό πλαίσιο (το) context
περικείμενο (το) context
περικείμενο (το), περιβάλλον (το), συγκείμενο (το), συγκειμενικό περιβάλλον (το), συμφραζόμενα (τα) context
περιβάλλον (το) context
περιστασιακό περιβάλλον / περιβάλλον της περίστασης (το) CONTEXT / situational context / context of situation
πιθανή αλλαγή περικειμένου (η) context change potential