ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
καταστάση επαφής (η) | contact situation |
έλεγχος επαφης (ο) | contact test |
ποικιλία επαφής (η) | contact variety |
καθομιλούμενη επαφής | contact vernacular |
Περιέχων-ουσα-ον | Container |
συγκράτηση (η) | containment |
επιμόλυνση | contamination |
σύγχρονη χρήση (η) | contemporary usage |
περιεχόμενο (το) | content |
ανάλυση περιεχομένου (η) | content analysis |