ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
συστατικές διεργασίες (οι) constitutive processes
συστατικός ρόλος (ο) constitutive role
συστατικός κανόνας (ο) constitutive rule
περιορίζω constrain
περιορισμός (ο) constraint
αλγόριθμος υποβάθμισης περιορισμού (ο) constraint demotion algorithm
Συντακτικός Αναλυτής της Γραμματικής του Περιορισμού της Αγγλικής (ο) Constraint Grammar Parser of English (ENGCG)
ιεραρχία περιορισμών (η) constraint hierarchy
περιορισμός σημασίας constraint of meaning
ικανοποίηση περιορισμού (η) constraint satisfaction