ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συστατικές διεργασίες (οι) | constitutive processes |
συστατικός ρόλος (ο) | constitutive role |
συστατικός κανόνας (ο) | constitutive rule |
περιορίζω | constrain |
περιορισμός (ο) | constraint |
αλγόριθμος υποβάθμισης περιορισμού (ο) | constraint demotion algorithm |
Συντακτικός Αναλυτής της Γραμματικής του Περιορισμού της Αγγλικής (ο) | Constraint Grammar Parser of English (ENGCG) |
ιεραρχία περιορισμών (η) | constraint hierarchy |
περιορισμός σημασίας | constraint of meaning |
ικανοποίηση περιορισμού (η) | constraint satisfaction |