ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κοινωνιογλωσσολόγος (ο,η) sociolinguist
κοινωνιογλωσσολογικός-ή-ό sociolinguistic
κοινωνιογλωσσικές παράμετροι sociolinguistic parameter
κοινωνιογλωσσολογία (η) sociolinguistics
κοινωνιολογική γλωσσολογία sociological linguistics
κοινωνιολογία της γλώσσας sociology of language
κοινωνιοφωνητικός,-ή,-ό sociophonetic
Κοινωνιοφωνητική (η) sociophonetics
Κοινωνιοφωνολογία (η) sociophonology
κοινωνιοπραγματολογία (η) sociopragmatics