ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μικρό pro (το) small pro
λείανση (η), μονοφθογγοποίηση (η) smoothing
Σόνα (η) (γλώσσα) SN
δευτερεύον αντικείμενο (το) so
Σομαλέζικα SO
κοινωνική προφορά social accent / regional accent
κοινωνικό περικείμενο/περιβάλλον (το), κοινωνικά συμφραζόμενα (τα) social context
κοινωνική δείξη social deixis
κοινωνική διάλεκτος social dialect
κοινωνική διαλεκτολογία (η) social dialectology