ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μικρό pro (το) | small pro |
λείανση (η), μονοφθογγοποίηση (η) | smoothing |
Σόνα (η) (γλώσσα) | SN |
δευτερεύον αντικείμενο (το) | so |
Σομαλέζικα | SO |
κοινωνική προφορά | social accent / regional accent |
κοινωνικό περικείμενο/περιβάλλον (το), κοινωνικά συμφραζόμενα (τα) | social context |
κοινωνική δείξη | social deixis |
κοινωνική διάλεκτος | social dialect |
κοινωνική διαλεκτολογία (η) | social dialectology |