ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συνάρτηση Σκόλεμ (Skolem) (η) | Skolem function |
Σομαλέζικα | SL |
χαλαρωμένες φωνητικές πτυχές (οι) | slack vocal folds |
χαλαρότητα | slackening |
χαλάρωση | slackening |
Αργκό | slang |
περιθωριακή γλώσσα | slang |
λεξικά περιθωριακού λεξιλογίου | slang dictionaries |
λεξικολογία αργκό (η) | slang lexicography |
περιθωριακό λεξιλόγιο | slang vocabulary |