ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Σιγιουσλάου (η) (γλώσσα) Siuslaw
μέγεθος (το) size
Σλοβένικα SK
σκελετικό επίπεδο skeletal tier
σκελετικός άξονας skeletal tier
σκελετικός άξονας (ο) skeletal tier
σκελετός (ο) σκελετικό επίπεδο (το) skeleton
βασική/ελάχιστη ανάλυση (η) skeleton parsing
δεξιότητες (οι), ικανότητες (οι) skills
γρήγορη ανάγνωση (η) skimming