ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Σιγιουσλάου (η) (γλώσσα) | Siuslaw |
μέγεθος (το) | size |
Σλοβένικα | SK |
σκελετικό επίπεδο | skeletal tier |
σκελετικός άξονας | skeletal tier |
σκελετικός άξονας (ο) | skeletal tier |
σκελετός (ο) σκελετικό επίπεδο (το) | skeleton |
βασική/ελάχιστη ανάλυση (η) | skeleton parsing |
δεξιότητες (οι), ικανότητες (οι) | skills |
γρήγορη ανάγνωση (η) | skimming |