ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Αδελφική γλώσσα (η) sister language
προσαρτώ σε αδελφικό κόμβο sister-adjoin
προσάρτηση στοιχείων σε αδελφικό κόμβο (η) sister-adjoin
προσάρτηση σε αδελφικό κόμβο (η) sister-adjunction
Οριζόντια εξάρτηση (η) sister-dependency
σχέση οριζόντιας εξάρτησης (η) sister-dependency relation
αδελφικοί-ές-ά sisters
(Σλοβάκικα), Σουάτι (η) Siswati
τοποθετημένη ενσωμάτωση (η) situated embodiment
περίσταση (η) situation