ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Απλό δίκτυο μετάβασης (το) | simple transition network |
απλή λέξη (η) | simple word |
μονόπλεγμα/απλόπλεγμα (το), απλή λέξη (η) | simplex |
μονοπλεγματικό/απλοπλεγματικό δίκτυο (το) | simplex network |
απλότητα (η) | simplicity |
απλότητα (της μέτρησης) (η) | simplicity (metric) |
απλοποίηση (η) | simplification |
απλούστευση (η) | simplification |
απλοποιημένη μορφή | simplified form |
απλοποιημένο διδακτικό βιβλίο (το) | simplified reader |