ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Απλό δίκτυο μετάβασης (το) simple transition network
απλή λέξη (η) simple word
μονόπλεγμα/απλόπλεγμα (το), απλή λέξη (η) simplex
μονοπλεγματικό/απλοπλεγματικό δίκτυο (το) simplex network
απλότητα (η) simplicity
απλότητα (της μέτρησης) (η) simplicity (metric)
απλοποίηση (η) simplification
απλούστευση (η) simplification
απλοποιημένη μορφή simplified form
απλοποιημένο διδακτικό βιβλίο (το) simplified reader