ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συνεπτυγμένο λεξικό (το) | shorter dictionary |
βραχύτατη μετακίνηση | shortest move |
στενογραφία (η) | shorthand |
σουα (το) | shwa |
Σιγκαλεσιανά | SI |
Σιαμεζική (η) | Siamese |
συριστικότητα | sibilance |
συριγμός (ο) | sibilance |
συριστικός-ή-ό | sibilant |
συριστικό σύμφωνο | sibilant consonant |