ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
σειριακή ασυμβατότητα (η) | serial incompatibility |
σειριακή μάθηση (η) | serial learning |
σειριακή σχέση (η) | serial relationship |
σειριακό ρήμα (το) | serial verb |
δομή σειριακών ρημάτων (η) | serial verb construction |
σειριοποίηση (η) | serialization |
σειρά (η) | series |
Σέσοθο (η) | Sesotho |
Σύνολο (το) | set |
Σύνολο (το) | set |