ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
σειριακή ασυμβατότητα (η) serial incompatibility
σειριακή μάθηση (η) serial learning
σειριακή σχέση (η) serial relationship
σειριακό ρήμα (το) serial verb
δομή σειριακών ρημάτων (η) serial verb construction
σειριοποίηση (η) serialization
σειρά (η) series
Σέσοθο (η) Sesotho
Σύνολο (το) set
Σύνολο (το) set