ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
προτασιακό υποκείμενο (το) sentential subject
πρόταση-υποκείμενο (η) / δευτερεύουσα πρόταση ως υποκείμενο (η) sentential subject clause
προτασιακό συμπλήρωμα υποκειμένου (το) sentential subject complement
περιορισμός προτασιακού υποκειμένου (ο) sentential subject constraint
προτασοειδές (το) sentoid
υπόθεση των διακριτών συστημάτων separate systems hypothesis
διαχωριστής separator
ακολουθία (η) sequence
ακολουθία χαρακτήρων sequence of characters
ακολουθία στοιχείων sequence of elements