ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
σημασιοτακτικοί περιορισμοί semotactics
έννοια sense
εννοιακός sense
Έννοια (η), εννοιακός-ή-ό sense
Εννοιακός συνειρμός (ο) sense association
εννοιακή διάκριση sense discrimination
εννοιακός διευκρινιστής (ο) sense discriminator
εννοιακή διάκριση (η) sense distinction
ιστορία έννοιας (η) sense history
αριθμός έννοιας (ο) sense number