ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
τεμαχιακός-ή-ό | segmental |
τεμαχιακός,-ή,-ό | segmental |
τεμαχιακό λεξικό (το) | segmental dictionary |
τεμαχιακό χαρακτηριστικό (το) | segmental feature |
τεμαχιακή φωνολογία (η) | segmental phonology |
τεμαχιακός άξονας (o) | segmental tier |
τεμαχιακό επίπεδο (το) | segmental tier |
Τεμαχιακός άξονας (ο), τεμαχιακό επίπεδο (το) | segmental tier |
τεμαχισμός (ο) | segmentation |
κατάτμηση | segmentation |