ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
δευτερεύον σημείο αναφοράς (το) secondary landmark
δευτερεύων εξουσιοδότης secondary licenser
δευτερεύον κίνητρο (το) secondary motivation
δευτερεύον αντικείμενο (το) secondary object
δευτερεύον αντικείμενο αναφοράς (το) secondary reference object
δευτερογενής απόκριση (η) secondary response
δευτερεύον κλειδί ταξινόμησης secondary sort key
δευτερεύουσα πηγή (η) secondary source
δευτερεύουσα διάσπαση (η) secondary split
Δευτερεύων δυναμικός τόνος (ο) secondary stress