ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δευτερεύον σημείο αναφοράς (το) | secondary landmark |
δευτερεύων εξουσιοδότης | secondary licenser |
δευτερεύον κίνητρο (το) | secondary motivation |
δευτερεύον αντικείμενο (το) | secondary object |
δευτερεύον αντικείμενο αναφοράς (το) | secondary reference object |
δευτερογενής απόκριση (η) | secondary response |
δευτερεύον κλειδί ταξινόμησης | secondary sort key |
δευτερεύουσα πηγή (η) | secondary source |
δευτερεύουσα διάσπαση (η) | secondary split |
Δευτερεύων δυναμικός τόνος (ο) | secondary stress |