ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εκμάθηση δεύτερης γλώσσας (η) second language learning
δεύτερο πρόσωπο (το) second person
δεύτερο σύστημα σηματοδοσίας (το) second signaling system
δεύτερη μετατόπιση φθόγγου (η) second sound shift
δευτερεύουσα secondary
Δευτερεύων Τόνος secondary accent
δευτερεύον άνοιγμα (το) secondary aperture
δευτερεύουσα άρθρωση (η) secondary articulation
Δευτερεύον οριακό φωνήν (το) secondary cardinal vowel
δευτερεύουσα καταχώρηση (η), δευτερεύον λήμμα (το) secondary entry