ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εκμάθηση δεύτερης γλώσσας (η) | second language learning |
δεύτερο πρόσωπο (το) | second person |
δεύτερο σύστημα σηματοδοσίας (το) | second signaling system |
δεύτερη μετατόπιση φθόγγου (η) | second sound shift |
δευτερεύουσα | secondary |
Δευτερεύων Τόνος | secondary accent |
δευτερεύον άνοιγμα (το) | secondary aperture |
δευτερεύουσα άρθρωση (η) | secondary articulation |
Δευτερεύον οριακό φωνήν (το) | secondary cardinal vowel |
δευτερεύουσα καταχώρηση (η), δευτερεύον λήμμα (το) | secondary entry |